ἄγαμον

ἄγαμον
ἄγαμος
unmarried
masc/fem acc sg
ἄγαμος
unmarried
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεκνώ — όω, ΜΑ [τέκνον] μσν. (το μέσ.) τεκνοῡμαι αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω αρχ. 1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῡσι παίδων παισίν», Ευρ.) 2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για… …   Dictionary of Greek

  • χιδαλέον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τυφλόν, ἄγαμον, πεφρικός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”